- χρησμοδότας
- χρησμοδότᾱς , χρησμοδότηςone who gives oraclesmasc acc plχρησμοδότᾱς , χρησμοδότηςone who gives oraclesmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.